- απόπτυση
- [-ις (-εως)] η выплёвывание, отхаркивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απόπτυση — η αποβολή πτυέλων, φτύσιμο … Dictionary of Greek
ἀποπτύσῃ — ἀποπτύω spit out aor subj mid 2nd sg ἀποπτύω spit out aor subj act 3rd sg ἀποπτύω spit out fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαναπτύω — ἐξαναπτύω (Μ) φτύνω κάτι που κατάπια, βγάζω πάλι έξω με απόπτυση … Dictionary of Greek
επαναχρεμπτήριος — ἐπαναχρεμπτήριος, ον (Α) αυτός που προκαλεί επανάχρεμψη, απόπτυση, αποβολή φλεγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα χρέμπτομαι «βήχω και βγάζω φλέγματα» + κατάλ. ήριος] … Dictionary of Greek
πτύσις — εως, ἡ, Α [πτύω] απόπτυση, φτύσιμο … Dictionary of Greek